σαρδινέλα

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος ρεγγόμορφων ψαριών που απαντούν στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία τριχιός ή φρίσσα.