σαρκοτρόφος

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοτρόφος: ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, οινοτρόφος].