οινοτρόφος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

οἰνοτρόφος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέφει ή παράγει οίνο («οἰνοτρόφον ὄμφακα Βάκχου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].