σεσαρωμένος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monotonic

σεσᾰρωμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του σαρόω.