σιαγων

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιᾱγων -όνος, ἡ, Ion. σιηγών [ψίω?] kaak; spec. wang:. ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα wie u een klap geeft op uw rechter wang NT Mt. 5.39.