σιαγων

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιᾱγων -όνος, ἡ, Ion. σιηγών [ψίω?] kaak; spec. wang:. ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα wie u een klap geeft op uw rechter wang NT Mt. 5.39.