σιγοβρέχω

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

Ν
(κυρίως ως τριτοπρόσ.) σιγοβρέχει
βρέχει σιγά σιγά.