σιδερίτης

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ.
1. ποικιλία σταφυλιού που ωριμάζει αργότερα από τα άλλα είδη
2. βλ. σιδερίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιδηρῖτις, , κατά τα αρσ. σε -ίτης].