σιδερίτης

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ.
1. ποικιλία σταφυλιού που ωριμάζει αργότερα από τα άλλα είδη
2. βλ. σιδερίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιδηρῖτις, , κατά τα αρσ. σε -ίτης].