σιδηροτροχιά

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

η, Ν
συν. στον πληθ. οι σιδηροτροχιές
χαλύβδινες δοκοί ορισμένης διατομής που τοποθετούνται και συναρμολογούνται ή συγκολλώνται η μία μετά την άλλη σε δύο παράλληλες γραμμές και αποτελούν την οδό πάνω στην οποία κινούνται οι ειδικά διαμορφωμένοι τροχοί τών σιδηροδρομικών σχημάτων, κν. ράγιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τροχιά. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Δαμασκηνό].