σινιάλο

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

το, Ν
1. συμβολικό σημείο, σύνθημα ειδοποίησης
2. ναυτ. σήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. segnale < λατ. signum «σημείο»].