σιτοκρίθι
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
και σιτοκρίθαρο, το, Ν
το σιταροκρίθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + κριθή / κριθάρι].
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
και σιτοκρίθαρο, το, Ν
το σιταροκρίθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + κριθή / κριθάρι].