σιταροκρίθι

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

και σιταροκρίθαρο, το, Ν
μίγμα σιταριού και κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι + κριθή / κριθάρι].