σκαμβάζω

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

Μ σκαμβός
1. είμαι στρεβλός
2. μτφ. είμαι διεστραμμένος.