σκαμβάζω

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

Μ σκαμβός
1. είμαι στρεβλός
2. μτφ. είμαι διεστραμμένος.