σκαμπαβία

From LSJ

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. μικρή άκατος ή λέμβος χρησιμοποιούμενη για βοηθητικές εργασίες σε πλοία ή σε λιμάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappavia].