σκιαθήρας
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
German (Pape)
[Seite 897] ὁ, eigtl. Schattenfänger, eine Sonnenuhr, die den Schatten gleichsam auffängt u. die Tageszeit dadurch anzeigt, Vitruv. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱθήρας: -ου, ὁ, (θηράω) ὁ θηρεύων τὴν σκιάν, δηλ. ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Βιτρούβ. 1. 6· διάφορ. γραφὴ σκιοθήρας, ἴδε σκιάθηρον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σκιοθήρης.