σκυτόδεψος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτόδεψος: ὁ, = σκυτοδέψης, Πλάτ. Γοργ. 517Ε, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 11.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σκυτοδέψης.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτόδεψος: и σκῡτοδεψός ὁ Plat., Luc. = σκυτοδέψης.