σοσιαλδημοκράτης
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
Greek Monolingual
ο, θηλ. σοσιαλδημοκράτισσα, Ν
οπαδός της σοσιαλδημοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. sozialdemokrat < sozial «κοινωνικός» + demokrat (< δημοκράτης)].