σοσιαλδημοκράτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. σοσιαλδημοκράτισσα, Ν
οπαδός της σοσιαλδημοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. sozialdemokrat < sozial «κοινωνικός» + demokrat (< δημοκράτης)].
ο, θηλ. σοσιαλδημοκράτισσα, Ν
οπαδός της σοσιαλδημοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. sozialdemokrat < sozial «κοινωνικός» + demokrat (< δημοκράτης)].