σουναμιτισμός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
ο, Ν
δοξασία μερικών ασιατικών λαών σύμφωνα με την οποία η επενέργεια της αναπνοής νεαρών ατόμων σε άτομα προχωρημένης ηλικίας επιμηκύνει τη ζωή τών τελευταίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθν. Σουναμῖτις (από το γεγονός που παραδίδει η ΠΔ και κατά το οποίο νεαρή Σουναμίτις κλήθηκε να συντροφεύσει ως σύζυγος τον γηραιό βασιλιά Δαυίδ, για να του αποδώσει την υγεία του)].