δοξασία
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
ἡ, opinion, D.C.53.19.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ opinión τῆς ἐμῆς δοξασίας D.C.53.19.6.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, das Meinen, Wähnen, D. Cass. 53, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δοξᾰσία: ἡ, (δοξάζω) γνώμη, ἰδέα, Δίων Κ. 53. 19.
Greek Monolingual
η (AM δοξασία)
γνώμη, εικασία, ιδέα (όχι σαφής γνώση, στηριγμένη σε αποδείξεις).