σούσουρο

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

το, Ν
1. ψίθυρος
2. υπόκωφος θόρυβος
3. μτφ. α) δυσφήμιση, διασυρμός
β) σκάνδαλο («έγινε μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sussurro].