σπαλακός

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰλᾰκός Medium diacritics: σπαλακός Low diacritics: σπαλακός Capitals: ΣΠΑΛΑΚΟΣ
Transliteration A: spalakós Transliteration B: spalakos Transliteration C: spalakos Beta Code: spalako/s

English (LSJ)

σπαλακή, σπαλακόν, perhaps mole-coloured, BGU1283.16 (iii A.D.), dub. in PHib.1.120.15 (iii B.C.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπάλαξ, -ακος]
πιθ. αυτός που έχει το χρώμα του ασπάλακα.