ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-α, -ο, Ν1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος2. (για λόγο) πνευματώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)].