σπιρτόζος

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος
2. (για λόγο) πνευματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)].