στένοδος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
συν. στον πληθ. αἱ στένοδοι
τα στενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ὁδός].