γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
[Seite 935] εσσα, εν, f. L. für στονόεις, Hesych.
-εσσα, -εν, Αβλ. στονόεις.