στενόεις

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

German (Pape)

[Seite 935] εσσα, εν, f. L. für στονόεις, Hesych.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
βλ. στονόεις.