στεπώδης

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

-ες, Ν
(για περιοχή) αυτός που χαρακτηρίζεται από στέπες (α. «στεπώδεις ζώνες τών εύκρατων περιοχών» β. «στεπώδεις ζώνες τών υποτροπικών περιοχών»).