στεπώδης

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek Monolingual

-ες, Ν
(για περιοχή) αυτός που χαρακτηρίζεται από στέπες (α. «στεπώδεις ζώνες τών εύκρατων περιοχών» β. «στεπώδεις ζώνες τών υποτροπικών περιοχών»).