στράτεμα

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
βλ. στράτευμα.
(II)
το, Ν στρατεύω (II)]
1. μτφ. περιφορά («στού πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «στού κύκλου τα στρατέματα»
(στον Ερωτόκρ.)
οι στροφές της τύχης.