στραβοκάνης

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
αυτός που έχει στραβά κανιά, στραβά σκέλη, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -κάνης (< κανιά)].