στύξ

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source

German (Pape)

[Seite 959] στυγός, ἡ (s. nom. pr.), übh. das Gehaßte, Verabscheu'te, Aesch. Ch. 525; durchdringender Frost, αἱ στύγες, Theophr.; der Haß, Alciphr. 3, 34.

French (Bailly abrégé)

στυγός (ἡ) :
objet horrible, monstre.
Étymologie: R. Στυγ, avoir horreur.

Russian (Dvoretsky)

στύξ: στῠγός ἡ страшилище, чудовище (Aesch. - v. l. к στύγος).