συγκεφαλαίωση

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

η / συγκεφαλαίωση, -ώσεως, ΝΑ συγκεφαλαιῶ
σύνοψη, περιληπτική έκθεση, ανακεφαλαίωσησυγκεφαλαίωσις τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. άθροισμα αριθμών
2. εγγραφή σε κατάλογο ή κατάστιχο.