συμπερίληψη

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπεριλαμβάνω, το να συμπεριλαμβάνει κανείς κάτι ή κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπεριλαμβάνω. Η λ., στον λόγιο τ. συμπερίληψις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].