συνέχον

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Russian (Dvoretsky)

συνέχον: τό συνέχω 7] главное, основное, суть: τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας Polyb. главный вопрос совещания; τὸ σ. τῆς σωτηρίας Polyb. радикальное средство спасения.