συνεκτικότητα

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συνεκτικού
2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό
3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].