Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνθλώ

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

συνθλῶ, -άω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθλῶ και συμφλῶ, -άω, Α
1. θραύω κάτι συμπιέζοντάς το, συντρίβω
2. (κατ' επέκτ.) καταστρέφω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»].