μάθησις
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
-εως, ἡ, (μαθεῖν)
A the act of learning, getting of knowledge, πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά Alem.63; μ. οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις S. Tr.450; ὧν μάθησιν ἄρνυμαι of which things I gain information, ib. 711; μάθησιν ἔχειν τινός E.Supp.915; ὁ χρόνος μ. δίδωσι ib.419; τὴν μάθησιν ποιεῖσθαι περί τινος Th.1.68; ἡ περὶ τὸ ἓν μ. Pl.R.525a; μάθησις τέχνης BGU1021.8 (iii A. D.): in plural, νωθροὶ ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μ. Pl.Tht.144 b, cf. R.407b; μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ μ. ὀξεῖαι faculties of learning, Id.Lg.908c; ὁπλομαχίας μάθησις Ephor.54 J.
2 desire of learning, ἀλλά σοι μ. οὐ πάρα S.El.1032.
3 education, instruction, Hp.Jusj., Pl.Ap. 26a; τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι X.Cyr.3.3.53; τὴν αὐλητικὴν ἤγαγον πρὸς τὰς μ. Arist.Pol.1341a32.
German (Pape)
[Seite 81] ὴ, das Lernen; ἀλλὰ σοὶ μάθησις οὐ πάρα, du willst nicht lernen, Soph. El. 1021; ὧν μάθησιν οὐκ ἔχει, Eur. Suppl. 915; ὅτι ἡμῖν ἡ μάθησις οὐκ ἄλλο τι ἢ ἀνάμνησις τυγχάνει οὖσα, Plat. Phaed. 72 a; καὶ ἐπιμέλεια, Prot. 324 a; καὶ μελέτη, Theaet. 153 b, öfter; Xen. Hem. 3, 9, 2; – ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάθησις, der Unterricht, Plat. Lach. 190 d; auch ἡ περὶ τὸ ἓν μάθησις, Rep. VII, 525 a. – Das Wissen, μάθησιν οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις, Soph. Trach. 450; μ. καὶ ἐπιστήμη, Xen. Hem. 4, 2, 20; u. so bes. Sp. = die Wissenschaft.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. 1 action d'apprendre, de s'instruire;
2 désir de s'instruire : σοὶ μάθησις οὐ πάρα SOPH tu n'as pas le désir de savoir;
II. connaissance, instruction, science.
Étymologie: μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
μάθησις: εως (ᾰ) ἡ
1 обучение: ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μ. Plat. обучение бою в (полном) вооружении;
2 наставление, воспитание (οἱ κολάσεως δεόμενοι, ἀλλ᾽ οὐ μαθήσεως Plat.);
3 желание (у)знать, любознательность (σοὶ μ. οὐ πάρα Soph.);
4 изучение (μάθησιν ποιεῖσθαι περί τι Plat. и περί τινος Thuc.);
5 способность к наукам (μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ ὀξεῖαι μαθήσεις Plat.);
6 (= μάθημα) наука, знание (μ. καὶ ἐπιοτήμη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μάθησις: ἡ, (μαθεῖν) τὸ μανθάνειν, ἡ πρᾶξις τοῦ μανθάνειν, ἡ κτῆσις γνώσεως, γνῶσις, πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχὰ Ἀλκμὰν 47· μ οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις Σοφ. Τρ. 450· ὧν μάθησιν ἄρνυμαι, ὧν λαμβάνω γνῶσιν, ὁ αὐτ. ἐν 711· μ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 915· μ. διδόναι ὁ αὐτ. ἐν 419· μ. ποιεῖσθαι περί τινος Θουκ. 1. 68· περί τι Πλάτ. Πολ. 525Α· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· - ἐν τῷ πληθ., νωθροὶ πρὸς τὰς μ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 144Β, πρβλ. Πολ. 407C· μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ ὀξεῖαι μ., δυνάμεις μαθήσεως, πρὸς μάθησιν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 908C. 2) ἐπιθυμία μαθήσεως, ἀλλά σοι μάθησις οὐ πάρα Σοφ. Ἠλ. 1032. 3) παίδευσις, παιδεία, διδασκαλία, Ἱππ. Ὅρκ., Πλάτ. Ἀπολ. 26Α, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53· τὴν αὐλητικὴν ἤγαγον πρὸς τὰς μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 11. II. ἔθος, συνήθεια, ἴδε μάθος ΙΙ.
Greek Monotonic
μάθησις: ἡ (μανθάνω),·
1. μάθηση, απόκτηση γνώσης, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ.
2. επιθυμία για μάθηση, σε Σοφ.
3. εκπαίδευση, διδακτική καθοδήγηση, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
μάθησις, ιος, ἡ, μανθάνω
1. learning, the getting of knowledge, Soph., Thuc., etc.
2. desire of learning, Soph.
3. education, instruction, Plat., Xen.
English (Woodhouse)
information, instruction, knowledge, learning, act of learning, means of getting knowledge, power of understanding