συνιστουργός

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που υφαίνει μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱστουργός «υφαντουργός»].