ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ὁ, Ααυτός που υφαίνει μαζί με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱστουργός «υφαντουργός»].