συνιστουργός

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που υφαίνει μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱστουργός «υφαντουργός»].