σχέθον

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 poét. de ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

σχέθον: (= ἔσχεθον) эп. aor. 2 к ἔχω.