σόπρα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

Ν
1. ναυτ. επάνω
2. φρ. «παίρνω σόπρα»
ναυτ. προλαβαίνω τον άνεμο, σοπράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sopra «πάνω»].