Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Ν1. ναυτ. επάνω2. φρ. «παίρνω σόπρα»ναυτ. προλαβαίνω τον άνεμο, σοπράρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sopra «πάνω»].