σύντριψη
From LSJ
Greek Monolingual
η / σύντριψις, -ίψεως, ΝΑ συντρίβω
1. η ενέργεια του συντρίβω, συντριβή
2. ολική καταστροφή, πανωλεθρία
3. θρυμματισμός, κομμάτιασμα
νεοελλ.
συνεκδ. (σχετικά με εχθρό) εξόντωση, εξολόθρευση
αρχ.
σύγκρουση.
η / σύντριψις, -ίψεως, ΝΑ συντρίβω
1. η ενέργεια του συντρίβω, συντριβή
2. ολική καταστροφή, πανωλεθρία
3. θρυμματισμός, κομμάτιασμα
νεοελλ.
συνεκδ. (σχετικά με εχθρό) εξόντωση, εξολόθρευση
αρχ.
σύγκρουση.