ταπεινοποιός
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
German (Pape)
[Seite 1069] demütigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταπεινοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-όν, Μ
αυτός που ταπεινώνει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -ποιός].