ταρσιίδες
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια δενδρόβιων προπιθήκων με μοναδικό γένος τον τάρσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsiidae < tarsius (βλ. τάρσιος)].