ταχυκαρδία

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού πέρα από τη μέγιστη φυσιολογική τιμή τών 90 παλμών στο λεπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. tachycardia < ταχυ- + καρδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].