ταχόμετρο

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

το, Ν
κάθε όργανο με το οποίο μετρείται η ταχύτητα κινούμενου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachometer < τάχος (το) «ταχύτητα» + μέτρο].