τετραχθόνευτος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ήταν θαμμένος στη γη για τέσσερεις μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χθόνευτος (< αμάρτυρο ρ. χθονεύω < χθών, χθονός)].