τζίτζιφο

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Ν
βοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του αρχ. ζίζυφον].